λογοθετώ

λογοθετώ
λογοθετῶ, -έω (AM) [λογοθέτης]
1. καλώ κάποιον σε λογαριασμό
2. παθ. λογοθετοῡμαι
καλούμαι να δώσω λογαριασμό, ελέγχομαι
μσν.
ασκώ το αξίωμα τού λογοθέτη
αρχ.
τηρώ λογαριασμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογοθετῶ — λογοθετέω call to account pres subj act 1st sg (attic epic doric) λογοθετέω call to account pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”